- επίσειον
- και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον)1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος τού αιδοίου2. η τρίχωση τού εφηβαίου, η ήβη3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειοντο αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα τού -ι- τής προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. είναι σύνθετη από το επί και ἴσος (ή ἶσος, στην επική και ιωνική ποίηση)].
Dictionary of Greek. 2013.